- σκοροδοειδής
- σκοροδο-ειδής, ές,A v.l. for σκορδο-, Dsc.3.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοροδοειδής — ές, Α βλ. σκορδοειδής … Dictionary of Greek
σκορδοειδής — ές, ΝΑ, και σκοροδοειδής, ές, Α όμοιος με σκόρδο ως προς το σχήμα ή ως προς την οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδον / σκόροδον + ειδής*] … Dictionary of Greek